μεταλλαγή

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλᾰγή Medium diacritics: μεταλλαγή Low diacritics: μεταλλαγή Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: metallagḗ Transliteration B: metallagē Transliteration C: metallagi Beta Code: metallagh/

English (LSJ)

ἡ,
A change, Epich.170.14, Hp.Aph.3.1 (pl.); ἡ μεταλλαγὴ τῶν σκελέων alternation of the legs in walking, Id.Art.58; μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρης eclipse, Hdt.1.74; ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρός by receiving a crafty man for thy master instead [of me], S.Ph.1134; μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα Pl.Ti.61c.
2 c. gen. objecti, μεταλλαγὴ πολέμου change from war, X.HG7.4.10, cf. E.HF765, 766 (lyr.); μεταλλαγὴ τοῦ βίου, i.e. death, Phld. Acad.Ind.p.93 M., Plu.2.101f; μεταλλαγή alone, decease, ἡ τοῦ Καρνεάδου μεταλλαγὴ Phld. l. c., cf. D.S.18.9, D.C.57.4; βασιλέων μεταλλαγαί 'the Deaths of Kings', title of work by Anaximenes, Ath.12.531d; of Alexander the Great, Marm.Par.109.
3 change for the worse, ruin, εἰς μεταλλαγὴ ἀγαγεῖν Men.Pk.29.
II exchange, interchange, τῶν ἐπιστημῶν Pl. Tht.199c.

German (Pape)

[Seite 148] ἡ, der Austausch, die Veränderung, συντυχίας, Eur. Herc. Fur. 766; bei Soph. Phil. 1119, ἄλλου δ' ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσει, heißt es »der Bogen befindet sich nach dem Wechsel des Herrn in des erfinderischen Mannes Besitz«; oft in Prosa; μεταλλαγὴ ἡμέρας, von einer Sonnenfinsterniß, Her. 1, 74; Plat. Theaet. 199 c; κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα, Tim. 61 c; ὅτι ἡ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μετ. εἴη, Xen. Hell. 7, 4, 10; – βίου, der Tod, Plut. cons. ad Apoll. i. A.; auch ohne βίου, D. Cass. 57, 4.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 changement;
2 échange, remplacement d'une chose par une autre ; βίου PLUT remplacement de la vie, càd passage de la vie à la mort.
Étymologie: μεταλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλᾰγή: дор. μεταλλᾰγά ἡ
1 смена, перемена или переход (εἰς ἄλληλα Plat.): ἐν μεταλλαγῇ Soph. путем перемены, взамен; ὅτι ἡ ξυμμαχία οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ πολέμου μεταλλαγὴ εἴη Xen. (коринфяне ответили), что такой союз был бы не миром, а новой войной;
2 подмена, смешение (τῶν ἐπιστημῶν Plat.);
3 прекращение, конец (δακρύων, συντυχίας Eur.): μεταλλαγὴ τῇς ἡμέρης Her. солнечное затмение; μεταλλαγὴ τοῦ βίου Plut. кончина, смерть.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλᾰγή: ἡ, ὡς τὸ μεταβολή, Ἐπίχ. 94. 14 Ahr., Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἡ μεταλλαγὴ τῶν σκελέων, ἡ ἐναλλαγὴ τῶν σκελῶν κατὰ τὸ βάδισμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 824· μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρης, ἔκλειψις, Ἡρόδ. 1. 74· ἄλλου δ’ ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσει, περιῆλθες δὲ εἰς τὴν κυριότητα ἄλλου, πολυμηχάνου ἀνδρός, ὅστις σὲ χειρίζεται νῦν, Σοφ. Φιλ. 1134· μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα Πλάτ. Τίμ. 61C. 2) μετὰ γεν. ἀντικειμ., μεταλλαγὴ πολέμου, μεταβολὴ ἐκ τοῦ πολέμου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 10, πρβλ. Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 765, 766· μεταλλαγὴ τοῦ βίου, δηλ. ὁ θάνατος, Πλούτ. 2. 101F. ΙΙ. ἀνταλλαγή, ἐναλλαγή, Πλάτ. Θεαίτ. 199C.

Greek Monolingual

η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) μεταλλάσσω
αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. βιολ. μετάλλαξη
2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας»
(ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν μέσα στα κυκλώματα της βαθμίδας μίξης ενός ραδιοφωνικού δέκτη, κατά τις οποίες η συχνότητα που λαμβάνεται από την κεραία αναμιγνύεται με τη συχνότητα του τοπικού ταλαντωτή
μσν.-αρχ.
ανταλλαγή, εναλλαγή (α. «εἰ ἡ τῶν ἐπιστημῶν μεταλλαγή ψευδὴς γενήσεταί ποτε δόξα», Πλάτ.
β. «ἡ μεταλλαγὴ τῶν σκελέων» — η εναλλαγή τών σκελών κατά το βάδισμα, Ιπποκρ.)
αρχ.
φρ. α) «ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρός» — εις την κυριότητα πολυμηχάνου άνδρα, Σοφ.
β) «μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρας» — η έκλειψη, Ηρόδ.)
γ) «μεταλλαγὴ τοῦ βίου» ή, απλώς, «μεταλλαγή» — ο θάνατος
δ) «Βασιλέων μεταλλαγαί» — τίτλος έργου του Αναξιμένους
ε) «μεταλλαγή πολέμου» — μεταβολή που επέρχεται εξαιτίας του πολέμου.

Greek Monotonic

μεταλλᾰγή: ἡ (μεταλλάσσω),·
1. αλλάζω, μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρης, έκλειψη, σε Ηρόδ.· ἐν μεταλλαγῇ πολυμηχάνου ἀνδρός, με το να έχεις έναν πανούργο άνθρωπο για αφέντη σου, αντί (για μένα), σε Σοφ.
2. με γεν. αντικ., μεταλλαγὴ πολέμου, μια αλλαγή από το μέτωπο του πολέμου, σε Ξεν.

Middle Liddell

μεταλλᾰγή, ἡ, μεταλλάσσω
1. change, μεταλλαγὴ τῆς ἡμέρης an eclipse, Hdt.; ἐν μεταλλαγῇ πολυμηχάνου ἀνδρός by having a crafty man for thy master instead [of me], Soph.
2. c. gen. objecti, μεταλλαγὴ πολέμου a change from war, Xen.

Translations

change

Albanian: ndryshim; Arabic: تَغْيِير‎, تَبْدِيل‎; Assamese: সলনি, পৰিৱৰ্তন, বদলি; Asturian: cambéu, cambiu; Bashkir: үҙгәреш; Basque: aldaketa; Belarusian: змена; Bengali: পরিবর্তন; Breton: cheñch, kemm moneiz; Bulgarian: промяна, изменение; Catalan: canvi, canviament; Chinese Mandarin: 變化/变化; Czech: změna; Danish: ændring, forandring; Dutch: verandering, aanpassing, wijziging; Esperanto: ŝanĝo; Finnish: muutos; French: changement, modification, mutation, évolution; Galician: cambio, mudanza; Georgian: ცვლა, ცვლილება, შეცვლა; German: Änderung, Veränderung, Wandel; Greek: αλλαγή; Ancient Greek: ἀλλαγή, ἄλλαγμα, διαλλαγή, ἐπάλλαξις, καταλλαγή, μεταβολή, παράλλαξις, τροπή, ὑπαλλαγή; Gujarati: ફેરફાર, પરિવર્તન; Hebrew: שִׁנּוּי‎, הִשְׁתַּנּוּת‎; Hindi: बदलना, बदलाव, परिवर्तन; Hungarian: változás, megváltozás; Icelandic: breyting; Ido: chanjo; Indonesian: perubahan, pergantian, pertukaran; Interlingua: cambiamento; Italian: cambio, cambiamento, modifica; Japanese: 変化, 変更; Kannada: ಚಿಲ್ಲರೆಮಾಡು; Khmer: ការផ្លាស់ប្ដូរ; Korean: 변화(變化); Kurdish Central Kurdish: گۆڕان‎; Latin: cambiatio, mutatio, permutatio; Latvian: pārmaiņa, izmaiņa; Limburgish: verangering; Lithuanian: pokytis, pasikeitimas, permaina; Luxembourgish: Ännerung; Malayalam: മാറ്റം; Maori: rerekētanga; Marathi: बदल; Mongolian Cyrillic: өөрчлөлт; Ngazidja Comorian: mɓaɗilisho; Norwegian Bokmål: endring; Nynorsk: endring; Occitan: cambiament; Old English: wending; Persian: تغییر‎; Polish: zmiana; Portuguese: mudança, modificação; Romanian: schimb, schimbare, modificare; Russian: изменение, перемена; Scottish Gaelic: mùthadh, atharrachadh, caochladh; Serbo-Croatian Cyrillic: промена, промјена, измена, измјена; Roman: promena, promjena, izmena, izmjena; Slovak: zmena; Slovene: sprememba; Spanish: cambio, modificación, mutación, evolución; Swahili: mabadiliko; Swedish: förändring; Tagalog: pagbabago, baylo; Tajik: тағйир; Tamil: மாற்றம்; Telugu: మార్పు; Thai: การแปลง; Turkish: değişim; Ukrainian: змі́на; Volapük: votükam; Walloon: candjmint; Yiddish: ענדערונג‎; Zazaki: vuryayış