продолжительный
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Russian > Greek
μακρός, δολιχός, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, μακραίων, μακρόπνοος, μακρόπνους, διαρκής, πλειστήρης, συχνός, ἐπιμήκης