сражаться
From LSJ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
Russian > Greek
ἀγωνίζομαι, δηριάω, μάχομαι, μάρναμαι, ἀπομάχομαι, προσμάχομαι, προσπολεμέω, αἰχμάζω, προαγωνίζομαι, ἀνταγωνίζομαι, ναυμαχέω, διαδορατίζομαι, ἐμμάχομαι, ἐναιχμάζω, δηϊόω, δῃόω