ἀπομάχομαι
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
[μᾰ], fut. -μαχοῦμαι,
A fight from the walls of a fort or town, τεῖχος ἱκανὸν ὥστε ἀπομάχεσθαι ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψους Th. 1.90; βασίλεια ἱκανὰ ἀ. high or strong enough to fight from, X.Cyr. 3.1.1: abs., fight desperately, Id.An.6.2.6; πρός τι Plu.Brut.5, Hld. 5.1; τινί against a thing, Plu.Caes.17.
II ἀ. τι fight off a thing, decline it, ἀπεμαχέσαντο τοῦτο Hdt.7.136: abs., ὁ μὲν δὴ ταῦτα λέγων ἀπεμάχετο Id.1.9; ἀ. μὴ λαβεῖν τὴν ἀρχήν D H.2.60.
III ἀ. τινά drive off in battle, X.HG6.5.34.
IV finish a battle, fight it out, Lys.3.25; resist, Arist.Pr.870b23.
V metaph., counteract, ταῖς ἀποφοραῖς Aët.16.24.
Spanish (DGE)
I tr.
1 oponerse verbalmente, argumentar en contra, negarse a aceptar τοῦτο Hdt.7.136, c. or. de part. o complet. ὁ μὲν δὴ λέγων τοιαῦτα ἀπεμάχετο Hdt.1.9, ἀπομαχόμενος μὴ λαβεῖν τὴν ἀρχήν D.H.2.60, μὴ ἀναγκασθῆναι D.H.Comp.3.14
•abs. ἰσχυρῶς X.An.6.2.6.
2 c. ac. de pers. rechazar, repeler τὸν βάρβαρον X.HG 6.5.34.
II intr. físicamente y fig.
1 luchar, defenderse c. prep. y gen. ἐκ τοῦ ἀναγκαιοτάτου ὕψους Th.1.90, ἐκ τῶν πλοίων Plb.8.5.5, ἐκ τῶν ταπεινῶν Basil.M.32.164A
•c. πρός y ac. πρὸς τοὺς ... Plb.9.41.6, πρὸς τὴν σύλληψιν Plu.Brut.5, πρὸς τὸν ὕπνον Hld.5.1.3, πρὸς τὴν ἐνάργειαν Basil.M.30.405C
•c. dat. τῷ πάθει Plu.Caes.17, ταῖς ... ὁμιλίαις καὶ συγγραφαῖς Philost.HE 5.1.
•ofrecer resistencia en un asalto callejero, Lys.3.25, τὰ βασίλεια ... ἱκανὰ ἀπομάχεσθαι palacio apto para defenderse X.Cyr.3.1.1.
2 en sent. fisiol. contrarrestar (τὸ θερμόν) ἀπομάχεσθαι ... δύναται Arist.Pr.870b23, c. dat. ταῖς ἀποφοραῖς Aët.16.24.
German (Pape)
[Seite 314] (s. μάχομαι), herabkämpfen von einem höheren Orte aus, z. B. von den Mauern herab sich vertheidigen, Xen. Cyr. 5, 2, 2 u. öfter; ἐκ τῶν πλοίων Pol. 8, 7; τῷ πάθει Plut. Caes. 17; πρός τι Brut. 5; τὸν βάρβαρον, abhalten, Xen. Hell. 6, 5, 34; öfter bei Sp., z. B. App. Mithr. 78; übh. ablehnen, ταῦτα Her. 7, 136; absol., sich niedersetzen, 1, 9; vgl. Xen. An. 5, 10, 6; μὴ λαβεῖν τὴν ἀρχήν Dion. Hal. 6, 60, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
1 combattre d'un lieu élevé;
2 repousser en combattant ; combattre résolument : τινι, πρός τι lutter contre qch ; τι repousser qch.
Étymologie: ἀπό, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπομάχομαι:
1 (с какого-л. возвышенного места) вести бой, сражаться (ἐξ ὕψους Thuc.; ἐκτῶν πλοίων Polyb.);
2 защищаться, обороняться, оказывать решительное сопротивление (τινι и πρός τινα Plut.);
3 отбивать, отражать (τι Her. и τινα Xen.): τὰ μὲν δεόμενοι, τὰ δ᾽ ἀπομαχόμενοι Plut. одних останавливая уговорами, а других силой.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπομάχομαι: [ᾰ]: μέλλ. -μᾰχέσομαι, συνηρ.-μαχοῦμαι: - μάχομαι ἀπὸ τῶν τειχῶν πόλεως ἢ φρουρίου, ἐξ ὕψους Θουκ. 1. 90· τείχεα ἱκανὰ ἀπομ., ὑψηλὰ ἢ ἱκανῶς ἰσχυρά, ὥστε νὰ μάχηταί τις ἀπ’ αὐτῶν, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 1: - ἀπολ. ἀποκρούω, ἀντιτείνω εἴς τι, δὲν ἐγκρίνω τι, οἱ δὲ ἱσχυρῶς ἀπεμάχοντο· ἀμφοῖν γὰρ ταὐτὰ ἐδόκει μὴ ἀναγκάζειν κτλ. ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 2, 6· πρός τι Πλουτ. Βροῦτ. 5, Ἡλίοδ. 5. 1· τινί, ἐναντίον τινός, Πλουτ. Καῖσ. 17. ΙΙ. ἀντιτείνω ἐπιμόνως καὶ δὲν παραδέχομαι, ἢ ἀποκρούω τι, ὡς δὲ ἀπεμαχέσαντο τοῦτο, δεύτερά σφι λέγουσι Ἡρόδ. 7. 136. ἀπολ., ὁ μὲν δὴ ταῦτα λέγων ἀπεμάχετο 1. 9· οὕτως, ἀπ. μὴ ποιεῖν Διον. Ἁλ. 2. 60, κτλ. ΙΙΙ. ἀπ. τινά, ἀπελαύνω, ἀποκρούω, ἀπωθῶ τινα ἐν μάχῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 34. IV. τελειώνω μάχην, φέρω αὐτὴν εἰς πέρας, Λυσ. 98. 32· ἀνθίσταμαι, Ἀριστ. Πρβλ. 2. 41.
Greek Monolingual
ἀπομάχομαι (AM)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
μσν.
προσπαθώ, επιχειρώ με βία
αρχ.
1. μάχομαι απελπισμένα
2. αντικρούω, δεν παραδέχομαι
3. τελειώνω τη μάχη
4. αποκρούω, απωθώ στη μάχη.
Greek Monotonic
ἀπομάχομαι: [ᾰ], μέλ. -μᾰχέσομαι, συνηρ. -μαχοῦμαι·
I. πολεμώ από τα τείχη πόλεως ή φρουρίου, σε Θουκ.· τείχεα ἱκανὰ ἀπομάχεσθαι, τείχη που είναι αρκετά υπερυψωμένα ώστε να πολεμάει κάποιος πάνω σ' αυτά, σε Ξεν.· απόλ., μάχομαι απελπισμένα, χωρίς ελπίδα να νικήσω, στον ίδ.
II. ἀπομάχομαί τι, προβάλλω επίμονη αντίσταση και δεν αποδέχομαι κάτι, καταπολεμώ, αποκρούω, σε Ηρόδ.· απολ., στον ίδ.
III. ἀπομάχομαί τινα, αποκρούω, απωθώ κάποιον δίνοντας μάχη, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. to fight from the walls, Thuc.; τείχεα ἱκανὰ ἀπομάχεσθαι high enough to fight from, Xen.:—absol. to fight desperately, Thuc.
II. ἀπ. τι to fight off a thing, decline it, Hdt.; absol., Hdt.
III. ἀπ. τινά to drive him off in battle, Xen.
Lexicon Thucydideum
defendere se, to defend oneself, 1.90.3.