соскальзывать
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
Russian > Greek
περιολισθαίνω, περιολισθάνω, ἀπολισθαίνω, ἀπολισθάνω, διολισθαίνω, διολισθάνω, κατολισθάνω, ἐνολισθαίνω, συγκατολισθαίνω, συγκατολισθάνω, ἐπολισθάνω, κατειλυσπάομαι, παρολισθαίνω, παρολισθάνω, καθερπύζω