ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
δασύς, δασεῖα, δασύ, λάσιος, ὑλώδης, ὑλήεις, δρυμώδης, βησσήεις, εἰνοσίφυλλος, εὔδενδρος, δενδρήεις, ὑλοφόρος, δρυογόνος