закругленный
From LSJ
Russian > Greek
περιφερής, κυρτός, ἔντορνος, περιηγής, κυκλωτός, ἐπιστρόγγυλος, καμπυλόεις, περίδρομος, στρογγύλος, δινωτός
περιφερής, κυρτός, ἔντορνος, περιηγής, κυκλωτός, ἐπιστρόγγυλος, καμπυλόεις, περίδρομος, στρογγύλος, δινωτός