подкупать
From LSJ
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right
Russian > Greek
καταδωροδοκέω, διαπειράω, καταργυρόω, δεκάζω, φθείρω, ἐκπρίαμαι, προδιαφθείρω, ἐξαρέσκομαι