ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
παρατρέχω, προτρέχω, παραθέω, ὑπεκπροθέω, ὑποθέω, ὑπερτρέχω, καταταχέω, παραφθάνω, παρατροχάζω, παραπίπτω, παραμείβω