поддерживать
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Russian > Greek
συνεκπονέω, ἀνορθόω, συγκουφίζω, ἀνέχω, ἀνίσχω, ὑπέχω, ὑπερδικέω, βόσκω, βουκολέω, τρέφω, κωχεύω, ἀντιστηρίζω, διασκηρίπτω, στυλόομαι, ἐφοδιάζω, ἐποδιάζω, συναγορεύω, ὑπερείδω, ἐπαυξάνω, ἐξερείδω