совещаться
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
Russian > Greek
κοινολογέομαι, συνδιανοέομαι, συνδιαλαμβάνω, χρηματίζω, συγκάθημαι, συγκάτημαι, ἐπικοινόομαι, βουλεύω, κοινοβουλέω, συμμητιάομαι, ἀνακοινόω, ἀνακοινωνέομαι, συνεδρεύω