συνδιαλαμβάνω

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαλαμβάνω Medium diacritics: συνδιαλαμβάνω Low diacritics: συνδιαλαμβάνω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: syndialambánō Transliteration B: syndialambanō Transliteration C: syndialamvano Beta Code: sundialamba/nw

English (LSJ)

examine together, Ptol.Tetr.8; περί τινων Plb. 16.25.1:—Pass., to be distributed together with, τοῖς μέρεσι Plot.6.4.4; τὸ συνδιειλημμένον φλέγμα Herod.Med.in Rh.Mus.58.89.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. λαμβάνω), auseinandernehmen, – zusammen überlegen, beurteilen, περί τινος, Pol. 16, 25, 1.

French (Bailly abrégé)

délibérer ensemble.
Étymologie: σύν, διαλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαλαμβάνω: вместе обсуждать, совещаться (περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαλαμβάνω: ἐξετάζω ὁμοῦ, Πτολ. Τετρ. σ. 8 ἐν τέλει· περί τινος Πολύβ. 16, 25, 1.

Greek Monolingual

Α
1. εξετάζω μαζί ή από κοινού με άλλον, συσκέπτομαι με κάποιον
2. παθ. συνδιαλαμβάνομαι
μοιράζομαι κάτι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαλαμβάνω «διακρίνω, σκέπτομαι, διαιρώ, κατανέμω»].