συνδιαλαμβάνω
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
examine together, Ptol.Tetr.8; περί τινων Plb. 16.25.1:—Pass., to be distributed together with, τοῖς μέρεσι Plot.6.4.4; τὸ συνδιειλημμένον φλέγμα Herod.Med.in Rh.Mus.58.89.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. λαμβάνω), auseinandernehmen, – zusammen überlegen, beurteilen, περί τινος, Pol. 16, 25, 1.
French (Bailly abrégé)
délibérer ensemble.
Étymologie: σύν, διαλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαλαμβάνω: вместе обсуждать, совещаться (περί τινος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλαμβάνω: ἐξετάζω ὁμοῦ, Πτολ. Τετρ. σ. 8 ἐν τέλει· περί τινος Πολύβ. 16, 25, 1.
Greek Monolingual
Α
1. εξετάζω μαζί ή από κοινού με άλλον, συσκέπτομαι με κάποιον
2. παθ. συνδιαλαμβάνομαι
μοιράζομαι κάτι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαλαμβάνω «διακρίνω, σκέπτομαι, διαιρώ, κατανέμω»].