страстный
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Russian > Greek
πυρισμάραγος, διάπυρος, ἐπιθυμητικός, ἀφροδισιαστικός, ἰσχυρός, ὀξύς, θυμικός, σφοδρός, θερμουργός, θερμόνοος, θερμόνους, περιπεταστός, λάβρος, μαλερός, θυμοειδής, ἔκθυμος, θερμός