древний
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
Russian > Greek
παλαιός, τανυῆλιξ, παλαίφατος, Κρονικός, παλαιγενής, πρεσβύτης, εὐπινής, πρεσβυτικός, πολιός, ἀρχαιόγονος, ἀρχαϊκός, προγενής, γεραιός, τριγέρων, ἀρχαῖος