продвигаться
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Russian > Greek
χωρέω, προάγω, ὑπέρχομαι, ἐμβαίνω, διεξερπύζω, ἐπέξειμι, προελαύνω, προέρχομαι, προκόπτω, πρόειμι, προχωρέω, ἀνηγέομαι, ἀναγέομαι, προφορέομαι