προφορέομαι
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
Med., in weaving, carry on the web by passing the weft to and fro across the warp (the setting up of which is διάζεσθαι), Poll.7.32, Hsch., Phot., Suid., prob. in Call.Fr.244: hence, of a spider, τὴν ὁδὸν προφορεῖσθαι run to and fro, Call.Com. 2, cf. Ar.Av.4; of dogs, π. παρὰ τὰ αὐτά X.Cyn.6.15.
French (Bailly abrégé)
προφοροῦμαι;
porter en avant ; particul. t. de tisserand porter en avant les fils d'une trame ; fig. πρ. τὴν ὁδόν faire la navette ; τὰ αὐτά s'avancer en suivant la même piste.
Étymologie: πρόφορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προφορέομαι [πρόφορος] op en neer lopen.
Russian (Dvoretsky)
προφορέομαι: следовать дальше, продвигаться (τὴν ὁδὸν π. Arph.): π. παρὰ τὰ αὐτά Xen. идти по тем же следам.
Greek Monotonic
προφορέομαι: Μέσ., λέγεται για ύφανση, στήνω το στημόνι ώστε να περάσει το υφάδι στον ιστό· μεταφ., τὴν ὁδὸν προφορεῖσθαι, τρέχω εδώ κι εκεί, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προφορέομαι: μέσ., δεῦρο κἀκεῖσε πορευόμενος στήνω τὸν στήμονα καὶ παρασκευάζω αὐτὸν ὅπως τεθῇ εἰς τὸν ἰστόν, ἡ πρᾶξις αὕτη σήμερον λέγεται διάζομαι· οὕτως ἐπὶ ἀράχνης, τὴν ὁδὸν προφορεῖσθαι, τρέχειν δεῦρο κἀκεῖσε, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 7, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 4, Ξεν. Κυν. 6, 15.
Middle Liddell
Mid., in weaving, to carry on the web by passing the weft across the warp: metaph., τὴν ὁδὸν προφορεῖσθαι to run to and fro, Ar.