своенравный
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Russian > Greek
ἀμήχανος, περισκελής, δυσπειθής, δυσήνιος, αὐτόμολος, αὐτοκράτωρ, αὐθάδης, αὐτόγνωτος, αὐτόνοος, αὐτόνους, δύστροπος, ἀγνώμων