αὐτόγνωτος
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
αὐτόγνωτον, self-determined, self-willed, ὀργή S.Ant.875:—also αὐτόγνωστος, ον, knowable in itself, Simp.in Ph.1250.14, Dam.Pr.80.
Spanish (DGE)
-ον
determinado por sí mismo, voluntario, espontáneo ὀργή S.Ant.875.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui juge ou se décide soi-même ; spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, γιγνώσκω.
German (Pape)
= αὐτόγνωστος, ὀργά Soph. Ant. 865.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόγνωτος: своевольный, своенравный (ὀργά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόγνωτος: -ον, αὐθαίρετος, σὲ δὲ αὐτόγνωτος ὤλεσ’ ὀργά, «αὐθαίρετος καὶ ἰδιογνώμων τρόπος» (Σχόλ.), Σοφ. Ἀντ. 875, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
αὐτόγνωτος, -ον αυτός που τον αποφάσισε κανείς μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γνωτός < γιγνώσκω (πρβλ. αλλόγνωτος, αρίγνωτος κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐτόγνωτος: -ον (γνῶναι), αυτός που αποφασίζει μόνος του, αυθαίρετος, ισχυρογνώμων, σε Σοφ.
Middle Liddell
γνῶναι
self-determined, self-willed, Soph.