превосходный
From LSJ
σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine
Russian > Greek
διάφορος, ἀμύμων, γενναῖος, ἔξοχος, προφερής, περιώσιος, ὑπερθετικός, σπουδαῖος, καλός, ἄριστος, κοππαφόρος, διάκριτος, πανάγαθος, διαπρεπής, εὔδοξος, ὑπερβεβλημένος, ὑπερβάλλων, ἑδανός, πάνυ, παρθένος