благоразумие
From LSJ
Russian > Greek
εὐγνωμοσύνη ;; σῶφρον ;; ἐχεφροσύνη ;; σωφρονικόν ;; μηδοσύνη ;; σωφροσύνη ;; σαοφροσύνη ;; συνετόν ;; ἐπιφροσύνη ;; εὐλογιστία ;; νουνέχεια ;; εὐβουλία ;; φρόνιμον ;; πυκνότης ;; φρόνις ;; σύνεσις ;; πινυτή ;; νόος