μηδοσύνη

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδοσύνη Medium diacritics: μηδοσύνη Low diacritics: μηδοσύνη Capitals: ΜΗΔΟΣΥΝΗ
Transliteration A: mēdosýnē Transliteration B: mēdosynē Transliteration C: midosyni Beta Code: mhdosu/nh

English (LSJ)

ἡ, counsel, prudence, Simm.25.1, Phot.

German (Pape)

[Seite 171] ἡ, Klugheit, Simmi. securis (XV, 22).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: μήδομαι.

Russian (Dvoretsky)

μηδοσύνη: (ῠ) ἡ благоразумие, разумность Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μηδοσύνη: ἡ, σκέψις, φρόνησις, Ἀνθ. Π. 15. 22, Φωτ.

Greek Monolingual

μηδοσύνη, ἡ (Α) σκέψη, φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μηδ- του μήδομαι «συλλογίζομαι, τεχνάζομαι» + κατάλ. -οσύνη].

Greek Monotonic

μηδοσύνη: ἡ (μῆδος), συμβουλή, σύνεση, φρόνηση, σε Ανθ.

Middle Liddell

μηδοσύνη, ἡ, μῆδος
counsel, prudence, Anth.