высокопарный
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Russian > Greek
ὑψίλοφος, μεγαλόφωνος, διθυραμβώδης, τραγικός, χαῦνος, ἱππόκρημνος, θεατρικός, ὑπέρογκος, μεγαλήνωρ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
ὑψίλοφος, μεγαλόφωνος, διθυραμβώδης, τραγικός, χαῦνος, ἱππόκρημνος, θεατρικός, ὑπέρογκος, μεγαλήνωρ