непримиримый
From LSJ
Russian > Greek
ἄμικτος ;; ἀσυνάλλακτος ;; ἀκήρυκτος ;; ἀδιάλλακτος ;; ἀκατάλλακτος ;; ἄσπειστος ;; ἀσύμβατος ;; ἀξύμβατος ;; ἀσυνάρμοστος ;; δυσμείλικτος ;; δυσκατάλλακτος ;; δυσδιάλυτος ;; ἀνήκεστος
ἄμικτος ;; ἀσυνάλλακτος ;; ἀκήρυκτος ;; ἀδιάλλακτος ;; ἀκατάλλακτος ;; ἄσπειστος ;; ἀσύμβατος ;; ἀξύμβατος ;; ἀσυνάρμοστος ;; δυσμείλικτος ;; δυσκατάλλακτος ;; δυσδιάλυτος ;; ἀνήκεστος