затруднение
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Russian > Greek
διαπόρησις, δυστραπέλεια, δυστραπελία, δυσκολία, διαπόρημα, δυσχρήστημα, ἀπόρημα, δυσχρηστία, ἐπίπονον, δυσεργία, δυσχέρεια, ἀσχολία