колеблющийся
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
Russian > Greek
παλίνδρομος, διαπορητικός, ἀμφίβουλος, εὐμετάστατος, διχόθυμος, δίψυχος, ἀπορητικός, σφαλερός, ἀμφιβόητος, πλάγιος, ὑγρός