θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἐπιπολῆς ;; φανερῶς ;; ἑτοίμως ;; δηλαδή ;; ἐπιφανῶς ;; ἐμφανέως ;; ἐμφανῶς ;; ἐκφανῶς ;; δῆλον ;; σαφῶς ;; σαφέως ;; καταφανῶς ;; οὐκοῦν