деятельный
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Russian > Greek
ἐπιθετικός ;; ἐνεργητικός ;; πρακτικός ;; ὄργανος ;; ἄοκνος ;; δραστήριος ;; ἐργάτης ;; ἐργαστικός ;; ῥέκτης ;; ἔμπρακτος ;; εὐεπιχείρητος ;; ἐπιστρεφής ;; τορός ;; ἐνεργός