εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
ἀνομοίωσις, ἀπόστασις, ποικιλμός, διάληψις, ἀλλοιότης, διαφορά, διαφορότης, διάφορον, παραλλαγή, μέσον, ὅρος