ἀλλοιότης
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
-ητος, ἠ, difference, alteration, Hp.Flat.2, Pl.Ti.82b.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
variación, alteración ἀλλοιότητας παμποικίλας Pl.Ti.82b
•c. gen. ἀ. τῶν τόπων Hp.Flat.2.
German (Pape)
[Seite 104] ητος, ἡ, Verschiedenheit, Plat. Tim. 82 b; im plur. Hippocr.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοιότης: ητος ἡ различие или изменение Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοιότης: -ητος, ἡ, διαφορότης, διαφορά, Ἱππ. 296. 19, Πλάτ. Τίμ. 82. 13.
Greek Monolingual
ἀλλοιότης (-ητος), η (Α) ἀλλοίος
το να είναι κάτι διαφορετικό από κάτι άλλο, η διαφορά, η ποικιλία.