узкий
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Russian > Greek
λαγαρός, βραχύς, εὐπερίληπτος, ἄπλευρος, στενόπορθμος, στενόπορος, στεινόπορος, λεπτός, βραχύπορος, ἰσχνός, στενωπός, στεινωπός, στενός, στεινός, ἀραιός, ἁραιός, ἀκριβής