danger
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. κίνδυνος, ὁ, τὸ δεινόν, or pl., ἀγών, ὁ.
dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plato).
in time of danger: P. and V. ἐν τοῖς δεινοῖς, ἐπὶ τοῖς δεινοῖς.
in danger: use adj., P. ἐπικίνδυνος, or adv., P. and V. ἐπικινδύνως.
be in danger, v.: V. ἐπικινδύνως ἔχειν (Eur., Fragment), ἐν ῥοπῇ κεῖσθαι, Ar. and P. κινδυνεύειν.
loving danger, adj.: P. φιλοκίνδυνος.
share dangers (with), v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν (μετά, gen.).
without danger, adj.: P. ἀκίνδυνος; adv.; P. and V. ἀκινδύνως.