fascination
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English > Greek (Woodhouse)
substantive
act of enchanting: P. κήλησις, ἡ (Plato).
charm, enchantment: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπῳδή, ἡ, V. φίλτρον, τό (in P. only love-charm), κήλημα. τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριον, τό, κηλητήριον, τό, μαγεύματα, τά.
attraction, grace: P. and V. χάρις, ἡ.