tough
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. στερεός, Ar. and V. στερρός. V. στυφλός, περισκελής.
stubborn: P. and V. σκληρός, αὐθάδης.
tough as maple: Ar. σφενδάμνινος (Acharnians 181).
tough as oak: Ar. πρίνινος (Acharnians 180).