στυφλός
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
German (Pape)
[Seite 959] zsgzgn statt στυφελός, auch στύφλος accentuirt, u. 2 Endgn bei Eur., πέτρα, Aesch. Prom. 750; ἀκταί, Pers. 295; ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις, E. Baech. 1155.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. στυφελός.
Étymologie: στύφω.
Greek Monotonic
στυφλός: -όν, = το προηγ., σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
στυφλός: v. l. στύφλος 2 и 3 Trag. = στυφελός.