Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
P. and V. ῥᾳδίως, εὐμαρῶς (Plato), εὐπετῶς, V. κούφως, δι' εὐπετείας, P. μετ' εὐπετείας (Plato).
without trouble: P. ἀπόνως, V. ἀμοχθί.
quietly: P. and V. ἀπραγμόνως (Eur., Fragment); see quietly.