insuperable
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.).
unconquerable: P. and V. δύσμαχος (Plato), ἀνίκητος, V. δυσπάλαιστος, Ar. and P. ἄμαχος (Plato); see unconquerable.
Spanish > Greek
ἀνυπέρβατος, ἀνυπέρβλητος, ἄπορος, δυσκαταπάλαιστος, ἀνυπέρεκτος, ἀνεπίθετος, ἀπαρεγχείρητος, ἄφθαστος