querulous
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. δύσχολος, δυσάρεστος, δυσχερής, Ar. and V. παλίγκοτος.
be querulous, v.: Ar. and P. δυσκολαίνειν.