incompatible
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adjective
Spanish > Greek
ἀσυμπαθής, ἀνεπίδεκτος, ἀσυντρόχαστος, ἄμικτος, ἀντίθετος, ἀσυμφυής, ἀσύμφωνος, ἀσύγκριτος, ἀσυνάρμοστος, ἀντιπαθής, ἐκκρουστικός
ἀσυμπαθής, ἀνεπίδεκτος, ἀσυντρόχαστος, ἄμικτος, ἀντίθετος, ἀσυμφυής, ἀσύμφωνος, ἀσύγκριτος, ἀσυνάρμοστος, ἀντιπαθής, ἐκκρουστικός