κατακυλινδεῖσθαι
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also: κατακυλινδῶ, κατακυλίνδω, κατακυλίω, κυλίω, κυλινδῶ, κυλίνδω) roll down