ὀδυνώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A painful, in Adv. -ωδῶς Gal.7.788.
German (Pape)
[Seite 295] ες, schmerzhaft, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀδύνης, ἀλγεινός, Ἱππ. Ἀγμ. 764, ἐν τῷ συγκρ.
Greek Monolingual
ὀδυνώδης, -ῶδες (Α) οδύνη
ο πλήρης οδύνης, οδυνηρός («ἡ γαστὴρ ὀδυνώδης νίνεται», Ιπποκρ.).
επίρρ...
ὀδυνωδῶς (Α)
με πόνο, με οδύνη, οδυνηρά.