βρυχητής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A roaring, β. χόλος AP6.57 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 466] ὁ, der Brüllende, vom Löwen, Paul. Sil. 47 (VI, 57).
Greek (Liddell-Scott)
βρῡχητής: -οῦ, ὁ, ὁ βρυχώμενος, μουγκρίζων, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 57.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
animal qui rugit.
Étymologie: βρυχάομαι.
Greek Monotonic
βρῡχητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ουρλιάζει, αυτός που βρυχάται, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βρῡχητής: οῦ ὁ ревущий, рычащий (зверь) Anth.
Middle Liddell
a bellower, roarer, Anth.