διαπλαστικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπλαστικός Medium diacritics: διαπλαστικός Low diacritics: διαπλαστικός Capitals: ΔΙΑΠΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaplastikós Transliteration B: diaplastikos Transliteration C: diaplastikos Beta Code: diaplastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A formative, δύναμις Alex.Aphr.Pr.1.47, Gal.Nat.Fac.1.6.

German (Pape)

[Seite 595] ausbildend, gestaltend.

Greek (Liddell-Scott)

διαπλαστικός: -ή, -όν, ἡ διαπλαστικὴ τοῦ θεοῦ δημιουργία Θεόφιλ. Πρωτοσπ. (Greenhill. σ. 205. 7).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 capaz de tomar forma o ser formado αἱ τῶν ἐμβρύων διαπλαστικαὶ φύσεις Alcin.178.35.
2 que configura o da forma δύναμις Gal.2.15, Alex.Aphr.Pr.2.47, δύναμις ... κινητική τε καὶ δ. Gal.4.611, cf. 642, ἡ δ. τοῦ κηροῦ ἐνέργεια Simp.in Ph.445.28, γένεσις Phlp.in GA 80.10, οἱ φυσικοὶ λόγοι Phlp.in de An.13.28
subst. ἡ δ. modelación, conformación del feto, Orib.Inc.8.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάπλαση.