διαπλαστικός
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
English (LSJ)
ή, όν,
A formative, δύναμις Alex.Aphr.Pr.1.47, Gal.Nat.Fac.1.6.
German (Pape)
[Seite 595] ausbildend, gestaltend.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλαστικός: -ή, -όν, ἡ διαπλαστικὴ τοῦ θεοῦ δημιουργία Θεόφιλ. Πρωτοσπ. (Greenhill. σ. 205. 7).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 capaz de tomar forma o ser formado αἱ τῶν ἐμβρύων διαπλαστικαὶ φύσεις Alcin.178.35.
2 que configura o da forma δύναμις Gal.2.15, Alex.Aphr.Pr.2.47, δύναμις ... κινητική τε καὶ δ. Gal.4.611, cf. 642, ἡ δ. τοῦ κηροῦ ἐνέργεια Simp.in Ph.445.28, γένεσις Phlp.in GA 80.10, οἱ φυσικοὶ λόγοι Phlp.in de An.13.28
•subst. ἡ δ. modelación, conformación del feto, Orib.Inc.8.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάπλαση.