διαρθρωτικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρθρωτικός Medium diacritics: διαρθρωτικός Low diacritics: διαρθρωτικός Capitals: ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diarthrōtikós Transliteration B: diarthrōtikos Transliteration C: diarthrotikos Beta Code: diarqrwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A explanatory, Epict.Ench.52; δ. τέχνη S.E.M.1.300; giving shape or form, Sch.Hes.Th.139.

German (Pape)

[Seite 599] ή, όν, gliedernd, ausbildend, Schol. Hes. Th. 139; – deutlich machend, Epict. ench. 52, 1.

Greek (Liddell-Scott)

διαρθρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ σαφῶς διακρίνειν, διασαφητικός, Ἐπίκτ. Ἐγχειρ. 52. 2) ὁ ἐπιτήδειος εἰς διάρθρωσιν, διαμόρφωσιν, Σχόλ. Ἡσ. Θ. 139.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que da forma τὸ σκότος τὸ διαρθρωτικόν Sch.Hes.Th.139.
2 capaz de distinguir claramente τρίτος ὁ τόπος (ἐν φιλοσοφίᾳ) δ. Epict.Ench.52, τέχνη δ. S.E.M.1.300.