καταφέγγω
From LSJ
τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
English (LSJ)
A illuminate, in Pass., Max.Tyr.19.6. 2 dazzle, overpower by oratorical brilliance, Longin.34.4 (prob.l.).
Greek (Liddell-Scott)
καταφέγγω: ἴδε καταφλέγω ΙΙ.
Greek Monolingual
καταφέγγω (Α)
(επιτ. τ. του φέγγω)
1. φέγγω, φωτίζω
2. καταπλήσσω, θαμπώνω με τη ρητορική μου δεινότητα.