κοπρίας

From LSJ
Revision as of 16:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρίας Medium diacritics: κοπρίας Low diacritics: κοπρίας Capitals: ΚΟΠΡΙΑΣ
Transliteration A: koprías Transliteration B: koprias Transliteration C: koprias Beta Code: kopri/as

English (LSJ)

ου, ὁ, (κόπρος) in pl.,

   A buffoons, a word first used under the Roman emperors, D.C.50.28, 73.6: Lat. copreae, Suet. Tib.61. (Perh. so called because ἐκ κοπρίας ἀναιρεθέντες, or because of their obscenity.)

German (Pape)

[Seite 1483] ὁ, schmutziger Possenreißer, Mistfinke; Dio. Cass. 15, 28; καὶ γελωτοποιοί 73, 6; copreae bei Sueton. Tib. 61.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρίας: -ου, ὁ, (κόπρος) ἐν τῷ πληθ., βρωμεροί, αἰσχροὶ ἄνθρωποι, λέξις ἐν χρήσει τὸ πρῶτον κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμ. αὐτοκρατόρων, Δίων Κ. 50. 28., 73. 6· copreae παρὰ Sueton Tiber 61.

Greek Monolingual

κοπρίας, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά
2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι
βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ίας (πρβλ. εγκληματ-ίας, χαλαζ-ίας)].