οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Full diacritics: κομιστός | Medium diacritics: κομιστός | Low diacritics: κομιστός | Capitals: ΚΟΜΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: komistós | Transliteration B: komistos | Transliteration C: komistos | Beta Code: komisto/s |
ή, όν,
A brought, J.AJ17.4.1.
κομιστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ κομίσῃ, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 4, 1.
κομιστός, -ή, -όν (Α) κομίζω
αυτός που μεταφέρθηκε.