κτενιστής

From LSJ
Revision as of 16:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτενιστής Medium diacritics: κτενιστής Low diacritics: κτενιστής Capitals: ΚΤΕΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: ktenistḗs Transliteration B: ktenistēs Transliteration C: ktenistis Beta Code: ktenisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hairdresser, Gal.13.1038, PTeb.322.23 (ii A.D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, der Kämmende.

Greek (Liddell-Scott)

κτενιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἔργον νὰ κτενίζῃ, κομμωτὴς τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κτενίστρια και κτενίστρα (Α κτενιστής) κτενίζω
αυτός που έχει ως επάγγελμα να χτενίζει κάποιον, κομμωτής.