λεαντικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A good for lubricating or soothing, of sweet wine, Arist.Pr.872b34; χυμὸς λ. Thphr.CP6.1.3; laxative, cj. in Aristox.Fr.Hist.ap. Gell.4.11: c. gen., λ. ἀρτηρίας Diph.Siph. ap. Ath.2.57c. Adv. -κῶς Eust.118.9.
German (Pape)
[Seite 21] zum Ebnen, Glätten geschickt, mildernd; Arist. probl. 3, 13; Ath. II, 57 c; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
λεαντικός: -ή, -όν, ὁ λεῖον ποιῆσαι δυνάμενος, μαλακτικός, πραϋντικός, ἐπὶ γλυκέος οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 13· μετὰ γεν., Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθήν. 57C. Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. 118. 9.
Greek Monolingual
λεαντικός, -ή, -όν (Α)
βλ. λειαντικός.
Russian (Dvoretsky)
λεαντικός: смягчающий, мягчительный (τὸ γλυκύ Arst.).