λειαντικός
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λεαντικός, -ή, -όν) λειαίνω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λείανση ή ο κατάλληλος να κάνει κάτι λείο (α. «λειαντικά εργαλεία» — εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη λείανση
β. «λειαντικά μέσα» — σκληρά και αιχμηρά υλικά που εφαρμόζονται στα λειαντικά εργαλεία ή χρησιμοποιούνται με το χέρι και που μπορούν με τριβή υπό ταυτόχρονη πίεση να αποσπάσουν μικροσκοπικά σωματίδια από το υπό κατεργασία αντικείμενο).