μαλακόσωμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A effeminate, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.7.113.
Greek Monolingual
μαλακόσωμος, -ον (Α)
θηλυπρεπής, γυναικωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + σῶμα.
Full diacritics: μᾰλᾰκόσωμος | Medium diacritics: μαλακόσωμος | Low diacritics: μαλακόσωμος | Capitals: ΜΑΛΑΚΟΣΩΜΟΣ |
Transliteration A: malakósōmos | Transliteration B: malakosōmos | Transliteration C: malakosomos | Beta Code: malako/swmos |
ον,
A effeminate, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.7.113.
μαλακόσωμος, -ον (Α)
θηλυπρεπής, γυναικωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + σῶμα.